Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐντέλλω
ἐντέμνω
ἐντερόνεια
ἔντερον
ἐντεσιεργός
ἐντεταμένως
ἐντευθενί
ἐντεῦθεν
ἐντευκτικός
ἔντευξις
ἐντευτλανόομαι
ἔντεχνος
ἐντήκω
ἐντίθημι
ἐντίκτω
ἐντιλάω
ἐντιμάω
ἔντιμος
ἔντμημα
ἐντολή
ἔντομος
View word page
ἐντευτλανόομαι
ἐντευτλανόομαι Pass. to be stewed in beet (τεῦτλον) , Ar.

ShortDef

to be stewed in beet

Debugging

Headword:
ἐντευτλανόομαι
Headword (normalized):
ἐντευτλανόομαι
Headword (normalized/stripped):
εντευτλανοομαι
IDX:
11221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11224
Key:
e)nteutlano/omai

Data

{'content': 'ἐντευτλανόομαι\n Pass. to be stewed in beet (τεῦτλον) , Ar.', 'key': 'e)nteutlano/omai'}