Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐντελευτάω
ἐντελής
ἐντέλλω
ἐντέμνω
ἐντερόνεια
ἔντερον
ἐντεσιεργός
ἐντεταμένως
ἐντευθενί
ἐντεῦθεν
ἐντευκτικός
ἔντευξις
ἐντευτλανόομαι
ἔντεχνος
ἐντήκω
ἐντίθημι
ἐντίκτω
ἐντιλάω
ἐντιμάω
ἔντιμος
ἔντμημα
View word page
ἐντευκτικός
ἐντευκτικός ἐντευκτικός, ή, όν affable, Plut. from ἔντευξις

ShortDef

affable

Debugging

Headword:
ἐντευκτικός
Headword (normalized):
ἐντευκτικός
Headword (normalized/stripped):
εντευκτικος
IDX:
11219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11222
Key:
e)nteuktiko/s

Data

{'content': 'ἐντευκτικός\n ἐντευκτικός, ή, όν\n affable, Plut.\n from ἔντευξις', 'key': 'e)nteuktiko/s'}