Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐντείνω
ἐντειχίζω
ἐντεκνόομαι
ἔντεκνος
ἐντελευτάω
ἐντελής
ἐντέλλω
ἐντέμνω
ἐντερόνεια
ἔντερον
ἐντεσιεργός
ἐντεταμένως
ἐντευθενί
ἐντεῦθεν
ἐντευκτικός
ἔντευξις
ἐντευτλανόομαι
ἔντεχνος
ἐντήκω
ἐντίθημι
ἐντίκτω
View word page
ἐντεσιεργός
ἐντεσιεργός ἐντεσι-εργός, όν ἔργον working in harness, ἡμίονοι ἐντ. draught- mules, Il.
ShortDef
working in harness
Debugging
Headword:
ἐντεσιεργός
Headword (normalized):
ἐντεσιεργός
Headword (normalized/stripped):
εντεσιεργος
IDX:
11215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11218
Key:
e)ntesiergo/s
Data
{'content': 'ἐντεσιεργός\n ἐντεσι-εργός, όν\n ἔργον\n working in harness, ἡμίονοι ἐντ. draught- mules, Il.', 'key': 'e)ntesiergo/s'}