Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐντάφιος
ἔντεα
ἐντείνω
ἐντειχίζω
ἐντεκνόομαι
ἔντεκνος
ἐντελευτάω
ἐντελής
ἐντέλλω
ἐντέμνω
ἐντερόνεια
ἔντερον
ἐντεσιεργός
ἐντεταμένως
ἐντευθενί
ἐντεῦθεν
ἐντευκτικός
ἔντευξις
ἐντευτλανόομαι
ἔντεχνος
ἐντήκω
View word page
ἐντερόνεια
ἐντερόνεια from ἔντερον ἐντερόνεια, ἡ, the timber of a ship, belly-timber, Ar.

ShortDef

the timber

Debugging

Headword:
ἐντερόνεια
Headword (normalized):
ἐντερόνεια
Headword (normalized/stripped):
εντερονεια
IDX:
11213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11216
Key:
e)ntero/neia

Data

{'content': 'ἐντερόνεια\n from ἔντερον\n ἐντερόνεια, ἡ,\n the timber of a ship, belly-timber, Ar.', 'key': 'e)ntero/neia'}