Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄκοιτις
ἀκολασία
ἀκολασταίνω
ἀκολάστημα
ἀκόλαστος
ἄκολος
ἀκολουθέω
ἀκολουθητέον
ἀκολουθία
ἀκόλουθος
ἀκόλυμβος
ἀκομιστία
ἀκόμιστος
ἄκομος
ἀκόμπαστος
ἄκομπος
ἄκομψος
ἀκονάω
ἀκόνδυλος
ἀκόνη
ἀκονιτικός
View word page
ἀκόλυμβος
ἀκόλυμβος unable to swim, Batr., Plut.
ShortDef
unable to swim
Debugging
Headword:
ἀκόλυμβος
Headword (normalized):
ἀκόλυμβος
Headword (normalized/stripped):
ακολυμβος
IDX:
1121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1121
Key:
a)ko/lumbos
Data
{'content': 'ἀκόλυμβος\n unable to swim, Batr., Plut.', 'key': 'a)ko/lumbos'}