Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄγαν
ἀγάομαι
ἀγαπάζω
ἀγαπάω
ἀγάπημα
ἀγαπήνωρ
ἀγάπη
ἀγαπητέος
ἀγαπητικός
ἀγαπητός
ἀγαπώντως
ἀγάρροος
ἀγάστονος
ἀγαστός
ἀγαυός
ἀγαυρός
ἀγγαρεύω
ἀγγαρήϊος
ἄγγαρος
ἀγγεῖον
ἀγγελία
View word page
ἀγαπώντως
ἀγαπώντως = ἀγαπητῶς, plat.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀγαπώντως
Headword (normalized):
ἀγαπώντως
Headword (normalized/stripped):
αγαπωντως
IDX:
112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n112
Key:
a)gapw/ntws
Data
{'content': 'ἀγαπώντως\n = ἀγαπητῶς, plat.', 'key': 'a)gapw/ntws'}