Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἔνσπονδος
ἐνστάζω
ἐνσταλάζω
ἔνστασις
ἐνστάτης
ἐνστέλλω
ἐνστηρίζω
ἐνστρατοπεδεύω
ἐνστρέφω
ἐνσφραγίζω
ἔνταλμα
ἐντανύω
ἔντασις
ἐντάσσω
ἐνταῦθα
ἐνταυθοῖ
ἐνταφιάζω
ἐνταφιασμός
ἐντάφιος
ἔντεα
ἐντείνω
View word page
ἔνταλμα
ἔνταλμα ἔνταλμα, ατος, τό, = ἐντολή, NTest.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔνταλμα
Headword (normalized):
ἔνταλμα
Headword (normalized/stripped):
ενταλμα
IDX:
11195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11198
Key:
e)/ntalma
Data
{'content': 'ἔνταλμα\n ἔνταλμα, ατος, τό,\n = ἐντολή, NTest.', 'key': 'e)/ntalma'}