Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐνσκέλλω
ἐνσκευάζω
ἐνσκήπτω
ἐνσκίμπτω
ἐνσκιρρόω
ἔνσοφος
ἔνσπονδος
ἐνστάζω
ἐνσταλάζω
ἔνστασις
ἐνστάτης
ἐνστέλλω
ἐνστηρίζω
ἐνστρατοπεδεύω
ἐνστρέφω
ἐνσφραγίζω
ἔνταλμα
ἐντανύω
ἔντασις
ἐντάσσω
ἐνταῦθα
View word page
ἐνστάτης
ἐνστάτης ἐνστάτης (ᾰ), ου, ἐνίσταμαι an adversary, Soph.
ShortDef
an adversary
Debugging
Headword:
ἐνστάτης
Headword (normalized):
ἐνστάτης
Headword (normalized/stripped):
ενστατης
IDX:
11189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11192
Key:
e)nsta/ths
Data
{'content': 'ἐνστάτης\n ἐνστάτης (ᾰ), ου,\n ἐνίσταμαι\n an adversary, Soph.', 'key': 'e)nsta/ths'}