Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκοίμητος
ἀκοινώνητος
ἀκοίτης
ἄκοιτις
ἀκολασία
ἀκολασταίνω
ἀκολάστημα
ἀκόλαστος
ἄκολος
ἀκολουθέω
ἀκολουθητέον
ἀκολουθία
ἀκόλουθος
ἀκόλυμβος
ἀκομιστία
ἀκόμιστος
ἄκομος
ἀκόμπαστος
ἄκομπος
ἄκομψος
ἀκονάω
View word page
ἀκολουθητέον
ἀκολουθητέον verb. adj. of ἀκολουθέω, one must follow, Xen., etc.
ShortDef
one must follow
Debugging
Headword:
ἀκολουθητέον
Headword (normalized):
ἀκολουθητέον
Headword (normalized/stripped):
ακολουθητεον
IDX:
1118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1118
Key:
a)kolouqhte/on
Data
{'content': 'ἀκολουθητέον\n verb. adj. of ἀκολουθέω,\n one must follow, Xen., etc.', 'key': 'a)kolouqhte/on'}