Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκοή
ἀκοίμητος
ἀκοινώνητος
ἀκοίτης
ἄκοιτις
ἀκολασία
ἀκολασταίνω
ἀκολάστημα
ἀκόλαστος
ἄκολος
ἀκολουθέω
ἀκολουθητέον
ἀκολουθία
ἀκόλουθος
ἀκόλυμβος
ἀκομιστία
ἀκόμιστος
ἄκομος
ἀκόμπαστος
ἄκομπος
ἄκομψος
View word page
ἀκολουθέω
ἀκολουθέω ἀκόλουθος to follow one, go after or with him, c. dat. pers., Ar., etc.; also, ἀκ. μετά τινος Plat.; σύν τινι Xen.; κατόπιν τινός Ar.:— absol., Plat., etc. metaph. to follow, obey, τινι Thuc., etc.; ἀκ. τοῖς πράγμασιν to follow circumstances, Dem. to follow the thread of a discourse, Plat. of things, to follow upon, be consequent upon, τοῖς εἰρημένοις Plat.

ShortDef

to follow

Debugging

Headword:
ἀκολουθέω
Headword (normalized):
ἀκολουθέω
Headword (normalized/stripped):
ακολουθεω
IDX:
1117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1117
Key:
a)kolouqe/w

Data

{'content': 'ἀκολουθέω\n ἀκόλουθος\n to follow one, go after or with him, c. dat. pers., Ar., etc.; also, ἀκ. μετά τινος Plat.; σύν τινι Xen.; κατόπιν τινός Ar.:— absol., Plat., etc.\n metaph. to follow, obey, τινι Thuc., etc.; ἀκ. τοῖς πράγμασιν to follow circumstances, Dem.\n to follow the thread of a discourse, Plat.\n of things, to follow upon, be consequent upon, τοῖς εἰρημένοις Plat.', 'key': 'a)kolouqe/w'}