Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄκνισος
ἀκοή
ἀκοίμητος
ἀκοινώνητος
ἀκοίτης
ἄκοιτις
ἀκολασία
ἀκολασταίνω
ἀκολάστημα
ἀκόλαστος
ἄκολος
ἀκολουθέω
ἀκολουθητέον
ἀκολουθία
ἀκόλουθος
ἀκόλυμβος
ἀκομιστία
ἀκόμιστος
ἄκομος
ἀκόμπαστος
ἄκομπος
View word page
ἄκολος
ἄκολος Deriv. uncertain. a bit, morsel, Od.
ShortDef
a bit, morsel
Debugging
Headword:
ἄκολος
Headword (normalized):
ἄκολος
Headword (normalized/stripped):
ακολος
IDX:
1116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1116
Key:
a)/kolos
Data
{'content': 'ἄκολος\n Deriv. uncertain.\n a bit, morsel, Od.', 'key': 'a)/kolos'}