Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐνοίκιος
ἐνοικοδομέω
ἔνοικος
ἐνοικουρέω
ἐνοινοχοέω
ἐνολισθάνω
ἐνομιλέω
ἐνομόργνυμαι
ἐνοπή
ἐνόπλιος
ἔνοπλος
ἔνοπτρον
ἐνοράω
ἔνορκος
ἐνορμίζω
ἐνορμίτης
ἐνόρνυμι
ἐνορούω
ἐνόρχης
ἔνορχις
ἔνορχος
View word page
ἔνοπλος
ἔνοπλος ἔν-οπλος, ον ὅπλον in arms, armed, Soph., Eur. with armed men within, of the Trojan horse, Eur.

ShortDef

in arms, armed

Debugging

Headword:
ἔνοπλος
Headword (normalized):
ἔνοπλος
Headword (normalized/stripped):
ενοπλος
IDX:
11156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11159
Key:
e)/noplos

Data

{'content': 'ἔνοπλος\n ἔν-οπλος, ον\n ὅπλον\n in arms, armed, Soph., Eur.\n with armed men within, of the Trojan horse, Eur.', 'key': 'e)/noplos'}