Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐνόδιος
ἐνοικέω
ἐνοίκησις
ἐνοικίζω
ἐνοίκιος
ἐνοικοδομέω
ἔνοικος
ἐνοικουρέω
ἐνοινοχοέω
ἐνολισθάνω
ἐνομιλέω
ἐνομόργνυμαι
ἐνοπή
ἐνόπλιος
ἔνοπλος
ἔνοπτρον
ἐνοράω
ἔνορκος
ἐνορμίζω
ἐνορμίτης
ἐνόρνυμι
View word page
ἐνομιλέω
ἐνομιλέω = ὁμιλέω ἐν to be well acquainted with a thing, c. dat., Plut.
ShortDef
to be well acquainted with
Debugging
Headword:
ἐνομιλέω
Headword (normalized):
ἐνομιλέω
Headword (normalized/stripped):
ενομιλεω
IDX:
11152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11155
Key:
e)nomile/w
Data
{'content': 'ἐνομιλέω\n = ὁμιλέω ἐν\n to be well acquainted with a thing, c. dat., Plut.', 'key': 'e)nomile/w'}