Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἔννυχος
ἐνόδιος
ἐνοικέω
ἐνοίκησις
ἐνοικίζω
ἐνοίκιος
ἐνοικοδομέω
ἔνοικος
ἐνοικουρέω
ἐνοινοχοέω
ἐνολισθάνω
ἐνομιλέω
ἐνομόργνυμαι
ἐνοπή
ἐνόπλιος
ἔνοπλος
ἔνοπτρον
ἐνοράω
ἔνορκος
ἐνορμίζω
ἐνορμίτης
View word page
ἐνολισθάνω
ἐνολισθάνω or -αίνω fut. -ολισθήσω aor2 -ώλισθον to fall in, of the ground, Plut.: to slip and fall, Plut.

ShortDef

to fall in

Debugging

Headword:
ἐνολισθάνω
Headword (normalized):
ἐνολισθάνω
Headword (normalized/stripped):
ενολισθανω
IDX:
11151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11154
Key:
e)nolisqa/nw

Data

{'content': 'ἐνολισθάνω\n or -αίνω\n fut. -ολισθήσω\n aor2 -ώλισθον\n to fall in, of the ground, Plut.: to slip and fall, Plut.', 'key': 'e)nolisqa/nw'}