Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐννυχεύω
ἕννυμι
ἐννύχιος
ἔννυχος
ἐνόδιος
ἐνοικέω
ἐνοίκησις
ἐνοικίζω
ἐνοίκιος
ἐνοικοδομέω
ἔνοικος
ἐνοικουρέω
ἐνοινοχοέω
ἐνολισθάνω
ἐνομιλέω
ἐνομόργνυμαι
ἐνοπή
ἐνόπλιος
ἔνοπλος
ἔνοπτρον
ἐνοράω
View word page
ἔνοικος
ἔνοικος ἔν-οικος, in-dwelling: an inhabitant, Trag., Thuc., etc. pass. dwelt in, Eur.
ShortDef
in-dwelling: an inhabitant
Debugging
Headword:
ἔνοικος
Headword (normalized):
ἔνοικος
Headword (normalized/stripped):
ενοικος
IDX:
11148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11151
Key:
e)/noikos
Data
{'content': 'ἔνοικος\n ἔν-οικος,\n in-dwelling: an inhabitant, Trag., Thuc., etc.\n pass. dwelt in, Eur.', 'key': 'e)/noikos'}