Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄκνηστις
ἄκνισος
ἀκοή
ἀκοίμητος
ἀκοινώνητος
ἀκοίτης
ἄκοιτις
ἀκολασία
ἀκολασταίνω
ἀκολάστημα
ἀκόλαστος
ἄκολος
ἀκολουθέω
ἀκολουθητέον
ἀκολουθία
ἀκόλουθος
ἀκόλυμβος
ἀκομιστία
ἀκόμιστος
ἄκομος
ἀκόμπαστος
View word page
ἀκόλαστος
ἀκόλαστος κολάζω Lat. non castigatus, unchastised, undisciplined, unbridled, Hdt., Attic, etc. licentious, intemperate, opp. to σώφρων, Soph., etc.:— so in adv., ἀκολάστως ἔχειν Plat.; comp., ἀκολαστοτέρως ἔχειν πρός τι to be too intemperate in a thing, Xen.

ShortDef

licentious, intemperate

Debugging

Headword:
ἀκόλαστος
Headword (normalized):
ἀκόλαστος
Headword (normalized/stripped):
ακολαστος
IDX:
1115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1115
Key:
a)ko/lastos

Data

{'content': 'ἀκόλαστος\n κολάζω\n Lat. non castigatus, unchastised, undisciplined, unbridled, Hdt., Attic, etc.\n licentious, intemperate, opp. to σώφρων, Soph., etc.:— so in adv., ἀκολάστως ἔχειν Plat.; comp., ἀκολαστοτέρως ἔχειν πρός τι to be too intemperate in a thing, Xen.', 'key': 'a)ko/lastos'}