Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἔννομος
Ἐννοσίγαιος
ἔννοος
ἐννοχλέω
ἐννυχεύω
ἕννυμι
ἐννύχιος
ἔννυχος
ἐνόδιος
ἐνοικέω
ἐνοίκησις
ἐνοικίζω
ἐνοίκιος
ἐνοικοδομέω
ἔνοικος
ἐνοικουρέω
ἐνοινοχοέω
ἐνολισθάνω
ἐνομιλέω
ἐνομόργνυμαι
ἐνοπή
View word page
ἐνοίκησις
ἐνοίκησις ἐνοίκησις, εως a dwelling in a place, Thuc.
ShortDef
a dwelling in
Debugging
Headword:
ἐνοίκησις
Headword (normalized):
ἐνοίκησις
Headword (normalized/stripped):
ενοικησις
IDX:
11144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11147
Key:
e)noi/khsis
Data
{'content': 'ἐνοίκησις\n ἐνοίκησις, εως\n a dwelling in a place, Thuc.', 'key': 'e)noi/khsis'}