Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐννεσία
ἐννεύω
ἐννέωρος
ἐννήκοντα
ἐννῆμαρ
ἐννοέω
ἔννοια
ἔννομος
Ἐννοσίγαιος
ἔννοος
ἐννοχλέω
ἐννυχεύω
ἕννυμι
ἐννύχιος
ἔννυχος
ἐνόδιος
ἐνοικέω
ἐνοίκησις
ἐνοικίζω
ἐνοίκιος
ἐνοικοδομέω
View word page
ἐννοχλέω
ἐννοχλέω poet. for ἐνοχλέω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐννοχλέω
Headword (normalized):
ἐννοχλέω
Headword (normalized/stripped):
εννοχλεω
IDX:
11137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11140
Key:
e)nnoxle/w
Data
{'content': 'ἐννοχλέω\n poet. for ἐνοχλέω.', 'key': 'e)nnoxle/w'}