Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄκμων
ἄκνηστις
ἄκνισος
ἀκοή
ἀκοίμητος
ἀκοινώνητος
ἀκοίτης
ἄκοιτις
ἀκολασία
ἀκολασταίνω
ἀκολάστημα
ἀκόλαστος
ἄκολος
ἀκολουθέω
ἀκολουθητέον
ἀκολουθία
ἀκόλουθος
ἀκόλυμβος
ἀκομιστία
ἀκόμιστος
ἄκομος
View word page
ἀκολάστημα
ἀκολάστημα an act of ἀκολασία, Plut.
ShortDef
act of ἀκολασία
Debugging
Headword:
ἀκολάστημα
Headword (normalized):
ἀκολάστημα
Headword (normalized/stripped):
ακολαστημα
IDX:
1114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1114
Key:
a)kola/sthma
Data
{'content': 'ἀκολάστημα\n an act of ἀκολασία, Plut.', 'key': 'a)kola/sthma'}