Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐννεοσσεύω
ἐννεσία
ἐννεύω
ἐννέωρος
ἐννήκοντα
ἐννῆμαρ
ἐννοέω
ἔννοια
ἔννομος
Ἐννοσίγαιος
ἔννοος
ἐννοχλέω
ἐννυχεύω
ἕννυμι
ἐννύχιος
ἔννυχος
ἐνόδιος
ἐνοικέω
ἐνοίκησις
ἐνοικίζω
ἐνοίκιος
View word page
ἔννοος
ἔννοος ἔν-νους, ουν thoughtful, intelligent, sensible, Aesch., etc.; ἔννους γίγνομαι I come to my senses, Eur.
ShortDef
thoughlful, shrewd, sensible
Debugging
Headword:
ἔννοος
Headword (normalized):
ἔννοος
Headword (normalized/stripped):
εννοος
IDX:
11136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11139
Key:
e)/nnous
Data
{'content': 'ἔννοος\n ἔν-νους, ουν\n thoughtful, intelligent, sensible, Aesch., etc.; ἔννους γίγνομαι I come to my senses, Eur.', 'key': 'e)/nnous'}