Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐννέα
ἐννεάπηχυς
ἐννεάς
ἐννεάφωνος
ἐννεάχιλοι
ἐννεόργυιος
ἐννεοσσεύω
ἐννεσία
ἐννεύω
ἐννέωρος
ἐννήκοντα
ἐννῆμαρ
ἐννοέω
ἔννοια
ἔννομος
Ἐννοσίγαιος
ἔννοος
ἐννοχλέω
ἐννυχεύω
ἕννυμι
ἐννύχιος
View word page
ἐννήκοντα
ἐννήκοντα Epic for ἐνενήκοντα

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐννήκοντα
Headword (normalized):
ἐννήκοντα
Headword (normalized/stripped):
εννηκοντα
IDX:
11130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11133
Key:
e)nnh/konta

Data

{'content': 'ἐννήκοντα\n Epic for ἐνενήκοντα', 'key': 'e)nnh/konta'}