Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐννεάκρουνος
ἐννεάλινος
ἐννεάμηνος
ἐννέα
ἐννεάπηχυς
ἐννεάς
ἐννεάφωνος
ἐννεάχιλοι
ἐννεόργυιος
ἐννεοσσεύω
ἐννεσία
ἐννεύω
ἐννέωρος
ἐννήκοντα
ἐννῆμαρ
ἐννοέω
ἔννοια
ἔννομος
Ἐννοσίγαιος
ἔννοος
ἐννοχλέω
View word page
ἐννεσία
ἐννεσία ἐννεσία, ἡ, Epic for ἐνεσία

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐννεσία
Headword (normalized):
ἐννεσία
Headword (normalized/stripped):
εννεσια
IDX:
11127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11130
Key:
e)nnesi/a

Data

{'content': 'ἐννεσία\n ἐννεσία, ἡ,\n Epic for ἐνεσία', 'key': 'e)nnesi/a'}