Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκμόνιον
ἄκμων
ἄκνηστις
ἄκνισος
ἀκοή
ἀκοίμητος
ἀκοινώνητος
ἀκοίτης
ἄκοιτις
ἀκολασία
ἀκολασταίνω
ἀκολάστημα
ἀκόλαστος
ἄκολος
ἀκολουθέω
ἀκολουθητέον
ἀκολουθία
ἀκόλουθος
ἀκόλυμβος
ἀκομιστία
ἀκόμιστος
View word page
ἀκολασταίνω
ἀκολασταίνω ἀκόλαστος to be licentious, intemperate, Ar., Plat., etc.
ShortDef
to be licentious, intemperate
Debugging
Headword:
ἀκολασταίνω
Headword (normalized):
ἀκολασταίνω
Headword (normalized/stripped):
ακολασταινω
IDX:
1113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1113
Key:
a)kolastai/nw
Data
{'content': 'ἀκολασταίνω\n ἀκόλαστος\n to be licentious, intemperate, Ar., Plat., etc.', 'key': 'a)kolastai/nw'}