Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐννεάβοιος
ἐννεακαιδεκάμηνος
ἐννεακαίδεκα
ἐννεακαιδεκέτης
ἐννεάκρουνος
ἐννεάλινος
ἐννεάμηνος
ἐννέα
ἐννεάπηχυς
ἐννεάς
ἐννεάφωνος
ἐννεάχιλοι
ἐννεόργυιος
ἐννεοσσεύω
ἐννεσία
ἐννεύω
ἐννέωρος
ἐννήκοντα
ἐννῆμαρ
ἐννοέω
ἔννοια
View word page
ἐννεάφωνος
ἐννεάφωνος ἐννεά-φωνος, ον φωνή = ἐννεάφθογγος, Theocr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐννεάφωνος
Headword (normalized):
ἐννεάφωνος
Headword (normalized/stripped):
εννεαφωνος
IDX:
11123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11126
Key:
e)nnea/fwnos

Data

{'content': 'ἐννεάφωνος\n ἐννεά-φωνος, ον\n φωνή\n = ἐννεάφθογγος, Theocr.', 'key': 'e)nnea/fwnos'}