Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐνναέτηρος
ἐνναετήρ
ἐνναέτης
ἐνναέτης
ἐνναίω
ἐννάκις
ἐνναυπηγέομαι
ἐννεάβοιος
ἐννεακαιδεκάμηνος
ἐννεακαίδεκα
ἐννεακαιδεκέτης
ἐννεάκρουνος
ἐννεάλινος
ἐννεάμηνος
ἐννέα
ἐννεάπηχυς
ἐννεάς
ἐννεάφωνος
ἐννεάχιλοι
ἐννεόργυιος
ἐννεοσσεύω
View word page
ἐννεακαιδεκέτης
ἐννεακαιδεκέτης or ἐννεα-και-δεκ(α)-ετής, ές ἔτος nineteen years old, Anth.
ShortDef
nineteen years old
Debugging
Headword:
ἐννεακαιδεκέτης
Headword (normalized):
ἐννεακαιδεκέτης
Headword (normalized/stripped):
εννεακαιδεκετης
IDX:
11116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11119
Key:
e)nneakaideketh/s
Data
{'content': 'ἐννεακαιδεκέτης\n or ἐννεα-και-δεκ(α)-ετής, ές\n ἔτος\n nineteen years old, Anth.', 'key': 'e)nneakaideketh/s'}