Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄκμητος
ἀκμόθετον
ἀκμόνιον
ἄκμων
ἄκνηστις
ἄκνισος
ἀκοή
ἀκοίμητος
ἀκοινώνητος
ἀκοίτης
ἄκοιτις
ἀκολασία
ἀκολασταίνω
ἀκολάστημα
ἀκόλαστος
ἄκολος
ἀκολουθέω
ἀκολουθητέον
ἀκολουθία
ἀκόλουθος
ἀκόλυμβος
View word page
ἄκοιτις
ἄκοιτις a spouse, wife, Hom., etc.

ShortDef

a spouse, wife (LSJ sv ἀκοίτης)

Debugging

Headword:
ἄκοιτις
Headword (normalized):
ἄκοιτις
Headword (normalized/stripped):
ακοιτις
IDX:
1111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1111
Key:
a)/koitis

Data

{'content': 'ἄκοιτις\n a spouse, wife, Hom., etc.', 'key': 'a)/koitis'}