Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκμής
ἄκμητος
ἀκμόθετον
ἀκμόνιον
ἄκμων
ἄκνηστις
ἄκνισος
ἀκοή
ἀκοίμητος
ἀκοινώνητος
ἀκοίτης
ἄκοιτις
ἀκολασία
ἀκολασταίνω
ἀκολάστημα
ἀκόλαστος
ἄκολος
ἀκολουθέω
ἀκολουθητέον
ἀκολουθία
ἀκόλουθος
View word page
ἀκοίτης
ἀκοίτης a_copul, κοίτη, cf. ἄλοχος a bedfellow, spouse, husband.
ShortDef
a bedfellow, spouse, husband
Debugging
Headword:
ἀκοίτης
Headword (normalized):
ἀκοίτης
Headword (normalized/stripped):
ακοιτης
IDX:
1110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1110
Key:
a)koi/ths
Data
{'content': 'ἀκοίτης\n a_copul, κοίτη, cf. ἄλοχος \n a bedfellow, spouse, husband.', 'key': 'a)koi/ths'}