Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐνθουσιαστικός
ἐνθουσιώδης
ἔνθρυπτος
ἐνθρῴσκω
ἐνθυμέομαι
ἐνθύμημα
ἐνθύμησις
ἐνθυμητέος
ἐνθυμία
ἐνθύμιος
ἐνθυμιστός
ἐνθωρακίζω
ἐνιαύσιος
ἐνιαυτός
ἐνιαύω
ἐνιαχῆ
ἐνιαχοῦ
ἐνιδρόω
ἐνιδρύω
ἐνίζω
ἐνίημι
View word page
ἐνθυμιστός
ἐνθυμιστός ἐν-θῡμιστός, ή, όν = ἐνθύμιος taken to heart, Hdt.
ShortDef
taken to heart
Debugging
Headword:
ἐνθυμιστός
Headword (normalized):
ἐνθυμιστός
Headword (normalized/stripped):
ενθυμιστος
IDX:
11084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11087
Key:
e)nqumisto/s
Data
{'content': 'ἐνθυμιστός\n ἐν-θῡμιστός, ή, όν\n = ἐνθύμιος\n taken to heart, Hdt.', 'key': 'e)nqumisto/s'}