Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἔνθεν
ἔνθεος
ἐνθερμαίνω
ἔνθεσις
ἔνθεσμος
ἔνθετος
ἔνθηρος
ἐνθνῄσκω
ἐνθουσιάζω
ἐνθουσιαστικός
ἐνθουσιώδης
ἔνθρυπτος
ἐνθρῴσκω
ἐνθυμέομαι
ἐνθύμημα
ἐνθύμησις
ἐνθυμητέος
ἐνθυμία
ἐνθύμιος
ἐνθυμιστός
ἐνθωρακίζω
View word page
ἐνθουσιώδης
ἐνθουσιώδης ἐνθουσιώδης, ες ἐνθουσιάω, εἶδος possessed, Plut.

ShortDef

possessed

Debugging

Headword:
ἐνθουσιώδης
Headword (normalized):
ἐνθουσιώδης
Headword (normalized/stripped):
ενθουσιωδης
IDX:
11075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11078
Key:
e)nqousiw/dhs

Data

{'content': 'ἐνθουσιώδης\n ἐνθουσιώδης, ες\n ἐνθουσιάω, εἶδος\n possessed, Plut.', 'key': 'e)nqousiw/dhs'}