ἐνθουσιαστικός
ἐνθουσιαστικός
from ἐνθουσιάζω
ἐνθουσιαστικός, ή, όν
inspired, Plat., etc.
{
"content": "ἐνθουσιαστικός\n from ἐνθουσιάζω\n ἐνθουσιαστικός, ή, όν\n inspired, Plat., etc.",
"key": "e)nqousiastiko/s"
}