Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄκλυστος
ἀκμάζω
ἀκμαῖος
ἀκμηνός
ἄκμηνος
ἀκμή
ἀκμής
ἄκμητος
ἀκμόθετον
ἀκμόνιον
ἄκμων
ἄκνηστις
ἄκνισος
ἀκοή
ἀκοίμητος
ἀκοινώνητος
ἀκοίτης
ἄκοιτις
ἀκολασία
ἀκολασταίνω
ἀκολάστημα
View word page
ἄκμων
ἄκμων orig. prob. a thunderbolt, ἄκμων οὐρανόθεν κατιών Hes. an anvil, Hom., etc.: metaph., λόγχης ἄκμονες very anvils to bear blows, Aesch.

ShortDef

thunderbolt; anvil

Debugging

Headword:
ἄκμων
Headword (normalized):
ἄκμων
Headword (normalized/stripped):
ακμων
IDX:
1104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1104
Key:
a)/kmwn

Data

{'content': 'ἄκμων\n orig. prob. a thunderbolt, ἄκμων οὐρανόθεν κατιών Hes.\n an anvil, Hom., etc.: metaph., λόγχης ἄκμονες very anvils to bear blows, Aesch.', 'key': 'a)/kmwn'}