Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐνεργολαβέω
ἐνεργός
ἐνερείδω
ἐνερεύγομαι
ἐνερευθής
ἔνερθε
ἔνεροι
ἔνερσις
ἐνέρτερος
ἐνεσία
ἐνετή
ἐνευδαιμονέω
ἐνευδοκιμέω
ἐνεύδω
ἐνευλογέομαι
ἐνεύναιος
ἐνεχυράζω
ἐνεχυρασία
ἐνεχυρασμός
ἐνέχυρον
ἐνέχω
View word page
ἐνετή
ἐνετή ἐνετή, ἡ, ἐνετός a pin, brooch, Il.

ShortDef

a pin, brooch

Debugging

Headword:
ἐνετή
Headword (normalized):
ἐνετή
Headword (normalized/stripped):
ενετη
IDX:
11036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11039
Key:
e)neth/

Data

{'content': 'ἐνετή\n ἐνετή, ἡ,\n ἐνετός\n a pin, brooch, Il.', 'key': 'e)neth/'}