Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐνεπιορκέω
ἐνεργάζομαι
ἐνέπω
ἐνέργεια
ἐνεργέω
ἐνεργής
ἐνεργολαβέω
ἐνεργός
ἐνερείδω
ἐνερεύγομαι
ἐνερευθής
ἔνερθε
ἔνεροι
ἔνερσις
ἐνέρτερος
ἐνεσία
ἐνετή
ἐνευδαιμονέω
ἐνευδοκιμέω
ἐνεύδω
ἐνευλογέομαι
View word page
ἐνερευθής
ἐνερευθής ἐν-ερευθής, ές somewhat ruddy, Luc.
ShortDef
somewhat ruddy
Debugging
Headword:
ἐνερευθής
Headword (normalized):
ἐνερευθής
Headword (normalized/stripped):
ενερευθης
IDX:
11030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11033
Key:
e)nereuqh/s
Data
{'content': 'ἐνερευθής\n ἐν-ερευθής, ές\n somewhat ruddy, Luc.', 'key': 'e)nereuqh/s'}