Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐνεός
ἐνεπάγομαι
ἐνεπιορκέω
ἐνεργάζομαι
ἐνέπω
ἐνέργεια
ἐνεργέω
ἐνεργής
ἐνεργολαβέω
ἐνεργός
ἐνερείδω
ἐνερεύγομαι
ἐνερευθής
ἔνερθε
ἔνεροι
ἔνερσις
ἐνέρτερος
ἐνεσία
ἐνετή
ἐνευδαιμονέω
ἐνευδοκιμέω
View word page
ἐνερείδω
ἐνερείδω fut. σω to thrust in, fix in, τί τινι Od.:— Mid., ἐνερεισάμενος πέτρᾳ γόνυ having planted his own knee on the rock, Theocr.

ShortDef

to thrust in, fix in

Debugging

Headword:
ἐνερείδω
Headword (normalized):
ἐνερείδω
Headword (normalized/stripped):
ενερειδω
IDX:
11028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11031
Key:
e)nerei/dw

Data

{'content': 'ἐνερείδω\n fut. σω\n to thrust in, fix in, τί τινι Od.:— Mid., ἐνερεισάμενος πέτρᾳ γόνυ having planted his own knee on the rock, Theocr.', 'key': 'e)nerei/dw'}