Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄκληρος
ἀκλήρωτος
ἄκλητος
ἀκλινής
ἄκλυστος
ἀκμάζω
ἀκμαῖος
ἀκμηνός
ἄκμηνος
ἀκμή
ἀκμής
ἄκμητος
ἀκμόθετον
ἀκμόνιον
ἄκμων
ἄκνηστις
ἄκνισος
ἀκοή
ἀκοίμητος
ἀκοινώνητος
ἀκοίτης
View word page
ἀκμής
ἀκμής κάμνω, ἀκάμας untiring, unwearied, Il., Soph.
ShortDef
untiring, unwearied
Debugging
Headword:
ἀκμής
Headword (normalized):
ἀκμής
Headword (normalized/stripped):
ακμης
IDX:
1100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1100
Key:
a)kmh/s
Data
{'content': 'ἀκμής\n κάμνω, ἀκάμας\n untiring, unwearied, Il., Soph.', 'key': 'a)kmh/s'}