Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγανοφροσύνη
ἀγανόφρων
ἄγαν
ἀγάομαι
ἀγαπάζω
ἀγαπάω
ἀγάπημα
ἀγαπήνωρ
ἀγάπη
ἀγαπητέος
ἀγαπητικός
ἀγαπητός
ἀγαπώντως
ἀγάρροος
ἀγάστονος
ἀγαστός
ἀγαυός
ἀγαυρός
ἀγγαρεύω
ἀγγαρήϊος
ἄγγαρος
View word page
ἀγαπητικός
ἀγαπητικός ἀγαπάω affectionate, Plut.
ShortDef
affectionate
Debugging
Headword:
ἀγαπητικός
Headword (normalized):
ἀγαπητικός
Headword (normalized/stripped):
αγαπητικος
IDX:
110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n110
Key:
a)gaphtiko/s
Data
{'content': 'ἀγαπητικός\n ἀγαπάω\n affectionate, Plut.', 'key': 'a)gaphtiko/s'}