ἐνδοιαστός
ἐνδοιαστός
ἐνδοιαστός, ή, όν
from ἐνδοιάζω
doubtful, ambiguous: adv. -τῶς, doubtfully, προθύμως Hdt., Thuc.
{
"content": "ἐνδοιαστός\n ἐνδοιαστός, ή, όν\n from ἐνδοιάζω\n doubtful, ambiguous: adv. -τῶς, doubtfully, προθύμως Hdt., Thuc.",
"key": "e)ndoiasto/s"
}