Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐνδιημερεύω
ἐνδίημι
ἔνδικος
ἔνδινα
ἐνδινέω
ἔνδιος
ἐνδίφριος
ἔνδοθεν
ἔνδοθι
ἐνδοιάζω
ἐνδοιάσιμος
ἐνδοιαστός
ἔνδοι
ἐνδόμησις
ἐνδόμυχος
ἔνδον
ἔνδοξος
ἐνδοτέρω
ἐνδουπέω
ἐνδρομίς
ἔνδροσος
View word page
ἐνδοιάσιμος
ἐνδοιάσιμος from ἐνδοιάζω ἐνδοιάσιμος, ον doubtful, Luc.

ShortDef

doubtful

Debugging

Headword:
ἐνδοιάσιμος
Headword (normalized):
ἐνδοιάσιμος
Headword (normalized/stripped):
ενδοιασιμος
IDX:
10981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10984
Key:
e)ndoia/simos

Data

{'content': 'ἐνδοιάσιμος\n from ἐνδοιάζω\n ἐνδοιάσιμος, ον\n doubtful, Luc.', 'key': 'e)ndoia/simos'}