Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄκλειστος
ἀκλεῶς
ἄκληρος
ἀκλήρωτος
ἄκλητος
ἀκλινής
ἄκλυστος
ἀκμάζω
ἀκμαῖος
ἀκμηνός
ἄκμηνος
ἀκμή
ἀκμής
ἄκμητος
ἀκμόθετον
ἀκμόνιον
ἄκμων
ἄκνηστις
ἄκνισος
ἀκοή
ἀκοίμητος
View word page
ἄκμηνος
ἄκμηνος Deriv. uncertain. fasting, Il.; c. gen., ἄκμηνος σίτοιο fasting from food, Il.
ShortDef
fasting
Debugging
Headword:
ἄκμηνος
Headword (normalized):
ἄκμηνος
Headword (normalized/stripped):
ακμηνος
IDX:
1098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1098
Key:
a)/kmhnos
Data
{'content': 'ἄκμηνος\n Deriv. uncertain.\n fasting, Il.; c. gen., ἄκμηνος σίτοιο fasting from food, Il.', 'key': 'a)/kmhnos'}