Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐνδιαβάλλω
ἐνδιάζω
ἐνδιαθρύπτομαι
ἐνδιαιτάομαι
ἐνδιατάσσω
ἐνδιατρίβω
ἐνδιατριπτέος
ἐνδιάω
ἐνδιδύσκω
ἐνδίδωμι
ἐνδιημερεύω
ἐνδίημι
ἔνδικος
ἔνδινα
ἐνδινέω
ἔνδιος
ἐνδίφριος
ἔνδοθεν
ἔνδοθι
ἐνδοιάζω
ἐνδοιάσιμος
View word page
ἐνδιημερεύω
ἐνδιημερεύω to pass the day in, Theophr.
ShortDef
to pass the day in
Debugging
Headword:
ἐνδιημερεύω
Headword (normalized):
ἐνδιημερεύω
Headword (normalized/stripped):
ενδιημερευω
IDX:
10971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10974
Key:
e)ndihmereu/w
Data
{'content': 'ἐνδιημερεύω\n to pass the day in, Theophr.', 'key': 'e)ndihmereu/w'}