Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐνδεῶς
ἔνδηλος
ἐνδημέω
ἔνδημος
ἐνδιαβάλλω
ἐνδιάζω
ἐνδιαθρύπτομαι
ἐνδιαιτάομαι
ἐνδιατάσσω
ἐνδιατρίβω
ἐνδιατριπτέος
ἐνδιάω
ἐνδιδύσκω
ἐνδίδωμι
ἐνδιημερεύω
ἐνδίημι
ἔνδικος
ἔνδινα
ἐνδινέω
ἔνδιος
ἐνδίφριος
View word page
ἐνδιατριπτέος
ἐνδιατριπτέος Verbal Adj. of ἐνδιατρίβω one must dwell upon, τινί Luc.
ShortDef
one must dwell upon
Debugging
Headword:
ἐνδιατριπτέος
Headword (normalized):
ἐνδιατριπτέος
Headword (normalized/stripped):
ενδιατριπτεος
IDX:
10967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10970
Key:
e)ndiatripte/os
Data
{'content': 'ἐνδιατριπτέος\n Verbal Adj. of ἐνδιατρίβω one must dwell upon, τινί Luc.', 'key': 'e)ndiatripte/os'}