Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐνδέω
ἐνδέω
ἐνδεῶς
ἔνδηλος
ἐνδημέω
ἔνδημος
ἐνδιαβάλλω
ἐνδιάζω
ἐνδιαθρύπτομαι
ἐνδιαιτάομαι
ἐνδιατάσσω
ἐνδιατρίβω
ἐνδιατριπτέος
ἐνδιάω
ἐνδιδύσκω
ἐνδίδωμι
ἐνδιημερεύω
ἐνδίημι
ἔνδικος
ἔνδινα
ἐνδινέω
View word page
ἐνδιατάσσω
ἐνδιατάσσω fut. ξω to draw an army up in, Hdt.
ShortDef
to draw up in
Debugging
Headword:
ἐνδιατάσσω
Headword (normalized):
ἐνδιατάσσω
Headword (normalized/stripped):
ενδιατασσω
IDX:
10965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10968
Key:
e)ndiata/ssw
Data
{'content': 'ἐνδιατάσσω\n fut. ξω\n to draw an army up in, Hdt.', 'key': 'e)ndiata/ssw'}