Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐνδεχομένως
ἐνδέω
ἐνδέω
ἐνδεῶς
ἔνδηλος
ἐνδημέω
ἔνδημος
ἐνδιαβάλλω
ἐνδιάζω
ἐνδιαθρύπτομαι
ἐνδιαιτάομαι
ἐνδιατάσσω
ἐνδιατρίβω
ἐνδιατριπτέος
ἐνδιάω
ἐνδιδύσκω
ἐνδίδωμι
ἐνδιημερεύω
ἐνδίημι
ἔνδικος
ἔνδινα
View word page
ἐνδιαιτάομαι
ἐνδιαιτάομαι Ionic -έομαι Dep. to live or dwell in a place, Hdt., Thuc., etc.
ShortDef
to live
Debugging
Headword:
ἐνδιαιτάομαι
Headword (normalized):
ἐνδιαιτάομαι
Headword (normalized/stripped):
ενδιαιταομαι
IDX:
10964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10967
Key:
e)ndiaita/omai
Data
{'content': 'ἐνδιαιτάομαι\n Ionic -έομαι\n Dep. to live or dwell in a place, Hdt., Thuc., etc.', 'key': 'e)ndiaita/omai'}