Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐνδέχομαι
ἐνδεχομένως
ἐνδέω
ἐνδέω
ἐνδεῶς
ἔνδηλος
ἐνδημέω
ἔνδημος
ἐνδιαβάλλω
ἐνδιάζω
ἐνδιαθρύπτομαι
ἐνδιαιτάομαι
ἐνδιατάσσω
ἐνδιατρίβω
ἐνδιατριπτέος
ἐνδιάω
ἐνδιδύσκω
ἐνδίδωμι
ἐνδιημερεύω
ἐνδίημι
ἔνδικος
View word page
ἐνδιαθρύπτομαι
ἐνδιαθρύπτομαι Pass. to play the prude towards, trifle with, τινι Theocr.
ShortDef
to play the prude towards, trifle with
Debugging
Headword:
ἐνδιαθρύπτομαι
Headword (normalized):
ἐνδιαθρύπτομαι
Headword (normalized/stripped):
ενδιαθρυπτομαι
IDX:
10963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10966
Key:
e)ndiaqru/ptomai
Data
{'content': 'ἐνδιαθρύπτομαι\n Pass. to play the prude towards, trifle with, τινι Theocr.', 'key': 'e)ndiaqru/ptomai'}