Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἔνδετος
ἐνδέχομαι
ἐνδεχομένως
ἐνδέω
ἐνδέω
ἐνδεῶς
ἔνδηλος
ἐνδημέω
ἔνδημος
ἐνδιαβάλλω
ἐνδιάζω
ἐνδιαθρύπτομαι
ἐνδιαιτάομαι
ἐνδιατάσσω
ἐνδιατρίβω
ἐνδιατριπτέος
ἐνδιάω
ἐνδιδύσκω
ἐνδίδωμι
ἐνδιημερεύω
ἐνδίημι
View word page
ἐνδιάζω
ἐνδιάζω ἔνδιος 1 to pass the noon, Plut.
ShortDef
to pass the noon
Debugging
Headword:
ἐνδιάζω
Headword (normalized):
ἐνδιάζω
Headword (normalized/stripped):
ενδιαζω
IDX:
10962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10965
Key:
e)ndia/zw
Data
{'content': 'ἐνδιάζω\n ἔνδιος 1\n to pass the noon, Plut.', 'key': 'e)ndia/zw'}