Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἔνδειξις
ἑνδεκάπηχυς
ἕνδεκα
ἑνδεκάς
ἑνδεκαταῖος
ἑνδέκατος
ἐνδελεχής
ἐνδέμω
ἐνδεξιόομαι
ἐνδέξιος
ἔνδετος
ἐνδέχομαι
ἐνδεχομένως
ἐνδέω
ἐνδέω
ἐνδεῶς
ἔνδηλος
ἐνδημέω
ἔνδημος
ἐνδιαβάλλω
ἐνδιάζω
View word page
ἔνδετος
ἔνδετος ἔν-δετος, ον bound to, entangled in, τινι Anth.

ShortDef

bound to, entangled in

Debugging

Headword:
ἔνδετος
Headword (normalized):
ἔνδετος
Headword (normalized/stripped):
ενδετος
IDX:
10952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10955
Key:
e)/ndetos

Data

{'content': 'ἔνδετος\n ἔν-δετος, ον\n bound to, entangled in, τινι Anth.', 'key': 'e)/ndetos'}