Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἔναρα
ἐναραρίσκω
ἐναργής
Ἐνάρεες
ἐναρηφόρος
ἐναριθμέω
ἐναρίζω
ἐναρίθμιος
ἐναρμόζω
ἐναρμόνιος
ἐναρσφόρος
ἐνάρχομαι
ἐνασκέω
ἐνασπιδόομαι
ἐνασχημονέω
ἐναταῖος
ἔνατος
ἐναυλακοφοῖτις
ἐναύλειον
ἐναυλίζω
ἐναυλιστήριος
View word page
ἐναρσφόρος
ἐναρσφόρος ἐν-αρσφόρος, ον for ἐναρηφόρος, Hes.
ShortDef
Enarophorus
Debugging
Headword:
ἐναρσφόρος
Headword (normalized):
ἐναρσφόρος
Headword (normalized/stripped):
εναρσφορος
IDX:
10908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10911
Key:
e)narfo/ros
Data
{'content': 'ἐναρσφόρος\n ἐν-αρσφόρος, ον\n for ἐναρηφόρος, Hes.', 'key': 'e)narfo/ros'}