Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐνάπτω
ἔναρα
ἐναραρίσκω
ἐναργής
Ἐνάρεες
ἐναρηφόρος
ἐναριθμέω
ἐναρίζω
ἐναρίθμιος
ἐναρμόζω
ἐναρμόνιος
ἐναρσφόρος
ἐνάρχομαι
ἐνασκέω
ἐνασπιδόομαι
ἐνασχημονέω
ἐναταῖος
ἔνατος
ἐναυλακοφοῖτις
ἐναύλειον
ἐναυλίζω
View word page
ἐναρμόνιος
ἐναρμόνιος ἐν-αρμόνιος, ον ἁρμονία in accord or harmony, Luc.
ShortDef
in accord
Debugging
Headword:
ἐναρμόνιος
Headword (normalized):
ἐναρμόνιος
Headword (normalized/stripped):
εναρμονιος
IDX:
10907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10910
Key:
e)narmo/nios
Data
{'content': 'ἐναρμόνιος\n ἐν-αρμόνιος, ον\n ἁρμονία\n in accord or harmony, Luc.', 'key': 'e)narmo/nios'}