Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκκίζομαι
ἀκκώ
ἄκλαστος
ἄκλαυτος
ἀκλεής
ἀκλεΐα
ἀκλειής
ἄκλειστος
ἀκλεῶς
ἄκληρος
ἀκλήρωτος
ἄκλητος
ἀκλινής
ἄκλυστος
ἀκμάζω
ἀκμαῖος
ἀκμηνός
ἄκμηνος
ἀκμή
ἀκμής
ἄκμητος
View word page
ἀκλήρωτος
ἀκλήρωτος κληρόω without lot or portion in a thing, c. gen., Pind.
ShortDef
without lot
Debugging
Headword:
ἀκλήρωτος
Headword (normalized):
ἀκλήρωτος
Headword (normalized/stripped):
ακληρωτος
IDX:
1091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1091
Key:
a)klh/rwtos
Data
{'content': 'ἀκλήρωτος\n κληρόω\n without lot or portion in a thing, c. gen., Pind.', 'key': 'a)klh/rwtos'}