Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐναποπνέω
ἐναποπνίγω
ἐναποσημαίνω
ἐναποτίνω
ἐναποψύχω
ἐνάπτω
ἔναρα
ἐναραρίσκω
ἐναργής
Ἐνάρεες
ἐναρηφόρος
ἐναριθμέω
ἐναρίζω
ἐναρίθμιος
ἐναρμόζω
ἐναρμόνιος
ἐναρσφόρος
ἐνάρχομαι
ἐνασκέω
ἐνασπιδόομαι
ἐνασχημονέω
View word page
ἐναρηφόρος
ἐναρηφόρος ἐνᾰρη-φόρος, ον φέρω wearing the spoils, Anth.
ShortDef
wearing the spoils
Debugging
Headword:
ἐναρηφόρος
Headword (normalized):
ἐναρηφόρος
Headword (normalized/stripped):
εναρηφορος
IDX:
10902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10905
Key:
e)narhfo/ros
Data
{'content': 'ἐναρηφόρος\n ἐνᾰρη-φόρος, ον\n φέρω\n wearing the spoils, Anth.', 'key': 'e)narhfo/ros'}